εισπηδώ

εισπηδώ
(AM εἰσπηδῶ, -άω)
πηδώ μέσα
μσν.- νεοελλ.
κατορθώνω να καταλάβω θέση ή αξίωμα με δόλιο τρόπο ή αντικανονικά
μσν.
πηδώ επάνω, ανεβαίνω
αρχ.-μσν.
εμφανίζομαι, μπαίνω με ορμή, επιτίθεμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εισαΐσσω — εἰσαΐσσω και εἰσάσσω (Α) ορμώ μέσα, εισπηδώ …   Dictionary of Greek

  • ενθρώσκω — ἐνθρῴσκω (Α) [θρῴσκω] πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • επεισπηδώ — ἐπεισπηδῶ, άω (A) [εισπηδώ] 1. πηδώ μέσα ορμητικά (α. «τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον» σκότωναν αυτούς που πηδούσαν ορμητικά μέσα στις τάφρους, Ξεν. β. ἐγὼ δ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω» κι εγώ πηδώντας,… …   Dictionary of Greek

  • παρεισπηδώ — έω, Μ [εισπηδώ] πηδώ μέσα ξαφνικά, ορμητικά …   Dictionary of Greek

  • συνεισάλλομαι — Α εισάλλομαι*, εισπηδώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσάλλομαι «ορμώ, πηδώ μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • συνεισπηδώ — άω, ΜΑ πηδώ μέσα μαζί με κάποιον («φεύγουσι τάχ ἂν καὶ ἐς τὸ στρατόπεδον συνεισεπήδησαν», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπηδῶ «πηδώ, ορμώ, επιτίθεμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”